- τριαινῶ
- τριαινόωheave with the tridentpres subj act 1st sgτριαινόωheave with the tridentpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριαινώ — όω, Α [τρίαινα] 1. σείω χτυπώντας με την τρίαινα 2. (γενικά) κινώ, σείω («θάκους... μοχλοῑς τριαίνου», Ευρ.) 3. φρ. «τριαινῶ τὴν γῆν δικέλλῃ» σκαλίζω τη γη με τη δικέλλα (Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
συντριαινώ — όω, Α 1. αναταράσσω με την τρίαινα 2. μτφ. καταστρέφω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τριαινῶ «αναταράσσω, κλονίζω» (< τρίαινα] … Dictionary of Greek
τριαινωτήρ — και τριαινατήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκαλίζει τη γη, ο γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαινῶ /τρίαινα + επίθημα –τήρ (πρβλ. στιλβω τήρ)] … Dictionary of Greek